- ράσο(ν)
- τό1) ряса (чёрная); 2) духовенство;
§ τό ράσο(ν) δεν κάνει τον παππά — посл, ряса не делает монаха, не всякий, кто в сутане — монах
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τό ράσο(ν) δεν κάνει τον παππά — посл, ряса не делает монаха, не всякий, кто в сутане — монах
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ράσο — το / ῥάσον, ΝΜΑ μακρύ, πλατύ μαύρο ένδυμα κληρικών και μοναχών νεοελλ. 1. συνεκδ. ο κλήρος, το σύνολο τών κληρικών και μοναχών 2. παροιμ. «το ράσο δεν κάνει τον παπά» η εξωτερική εμφάνιση ή η επίσημη ανακήρυξη δεν ανταποκρίνεται πάντοτε στην… … Dictionary of Greek
ράσο — το (λ. λατ.), εξωτερικό ένδυμα των κληρικών και των καλογήρων· «Το ράσο δεν κάνει τον παπά» (παροιμ. φράση), άλλο εξωτερική εμφάνιση κι άλλο πραγματική αξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρασοφόρος — ο(ν) Ν 1. εκείνος που φοράει ράσο 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ρασοφόροι α) (καν. δίκ.) δόκιμοι μοναχοί που έχουν διανύσει το μεγαλύτερο στάδιο τής δοκιμασίας και ενδύονται μετά από ιδιαίτερη εκκλησιαστική ακολουθία το ράσο, χωρίς να δίνουν… … Dictionary of Greek
ἄρασ' — ἄρασαι , ἀράομαι pray to aor imperat mid 2nd sg ἄ̱ρασα , ἀράζω snarl aor ind act 1st sg (doric aeolic) ἄ̱ρασο , ἀράζω snarl plup ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἄ̱ρασο , ἀράζω snarl perf imperat mp 2nd sg (doric aeolic) ἄ̱ρασε , ἀράζω snarl aor ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Religious habit — St. Anthony the Great, wearing the Coptic habit. A religious habit is a distinctive set of garments worn by members of a religious order. Traditionally some plain garb recognisable as a religious habit has also been worn by those leading the… … Wikipedia
αντερί — το ανατολικής προέλευσης χιτώνας, μακρύς και ανοιχτός μπροστά, που στην τουρκοκρατία τον φορούσαν συνήθως οι άνδρες 2. ο εσωτερικός χιτώνας, πουκάμισο 3. το εσωτερικό ράσο των ιερέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. entari] … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
καλόγερος — I Ονομασία δύο νησίδων οτυ Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται στο στενό Φολεγάνδρου Σικίνου, κοντά στη νοτιοδυτική ακτή της Σικίνου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σικίνου του νομού Κυκλάδων. 2.… … Dictionary of Greek
κατανόχιον — κατανόχιον, τὸ (Μ) ράσο … Dictionary of Greek
κιλίκιος — κιλίκιος, ία, ον (ΑΜ, Α και ος, ον) [Κίλιξ] το ουδ. ως ουσ. τὸ κιλίκιον χοντρό ύφασμα από τρίχες γίδας τής Κιλικίας, το οποίο χρησίμευε κυρίως για την κατασκευή ιστίων αλλά και ως προστατευτικό κάλυμμα στα πλοία μσν. το ουδ. ως ουσ. α) τρίχινο… … Dictionary of Greek
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek